- πανίῳ
- πᾱνίῳ , πηνίονto/neut dat sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πανίῳ — Πᾱνίῳ , Πάνιον temple of Pan neut dat sg Πάνιος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνιος — ία, ον, Α [Παν] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πάνα, ο πανικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πάνιον το σπήλαιο τού Πανός 3. (κατά τον Ησύχ.) «πανίῳ δαίμονι μανιώδει δαίμονι» … Dictionary of Greek